αιχμαλώτιση

αιχμαλώτιση
[-ις (-εως)] η , αιχμαλώτισμός ο пленение, плен

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αιχμαλώτιση" в других словарях:

  • αιχμαλώτιση — αιχμαλώτιση, η και αιχμαλωτισμός, ο η σύλληψη αιχμαλώτου: Στην τοποθεσία αυτή έγινε ο αιχμαλωτισμός μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιχμαλώτιση — η [αιχμαλωτίζω] αιχμαλωσία …   Dictionary of Greek

  • αἰχμαλωτίσῃ — αἰχμαλωτίζω take prisoner aor subj mid 2nd sg αἰχμαλωτίζω take prisoner aor subj act 3rd sg αἰχμαλωτίζω take prisoner fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιχμαλωτίζω — (Α αἰχμαλωτίζω) συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, υποδουλώνω, σκλαβώνω (νεοελλ. μσν.) καθιστώ κάποιον υποχείριο μου, τόν γοητεύω, τόν συναρπάζω νεοελλ. (για ζώα) συλλαμβάνω, αρπάζω για λογαριασμό μου, οικειοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • εγκατάληψις — ἐγκατάληψις, η (Α) σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλώτιση …   Dictionary of Greek

  • ζωγρία — και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) [ζωγρώ] 1. η σύλληψη ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του 2. φρ. «ζωγρία αποβάλλω τινά» χάνω κάποιον επειδή συνελήφθη …   Dictionary of Greek

  • ζώγρηση — η [ζωγρώ] η σύλληψη κάποιου ζωντανού, η αιχμαλώτιση του …   Dictionary of Greek

  • Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»